- ἀνηγεμόνευτος
- ἀνηγεμόνευτοςwithout leadermasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανηγεμόνευτος — η, ο (Α ἀνηγεμόνευτος, ον) αυτός που δεν έχει ηγεμόνα, άρχοντα, ακαθοδήγητος … Dictionary of Greek
ἀνηγεμόνευτον — ἀνηγεμόνευτος without leader masc/fem acc sg ἀνηγεμόνευτος without leader neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηγεμονεύτου — ἀνηγεμόνευτος without leader masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηγεμονεύτων — ἀνηγεμόνευτος without leader masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηγεμόνευτα — ἀνηγεμόνευτος without leader neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηγεμόνευτοι — ἀνηγεμόνευτος without leader masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)